- προοδοιπορώ
- -έω, ΜΑ [προοδοιπόρος]1. προηγούμαι, προπορεύομαι («προοδοιπορών τῷ ἀδελφῷ», Λουκ.)2. (για τους νεκρούς) απέρχομαι πρώτα, αναχωρώ προηγουμένωςαρχ.παθ. προοδοιποροῡμαιδιανύομαι, διατρέχομαι από οδοιπόρο.
Dictionary of Greek. 2013.